ακροβολισμός

ακροβολισμός
ο
1) воен, перестрелка; перестрелка в рассыпном строю; 2) воен, рассыпание, рассредоточение;

παράταξις, σχηματισμός εις ακροβολισμόν — рассыпной строй;

З) перен. злой намёк;

μου κάνει ακροβολισμούς — он мне делает неприятные намёки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακροβολισμός" в других словарях:

  • ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — ο 1. αψιμαχία: Άρχισαν οι πρώτοι ακροβολισμοί με τον αντίπαλο. 2. η παράταξη στρατιωτικού τμήματος αραιά: Ο ακροβολισμός μας έγινε ταχύτατα. 3. δοκιμαστικές απόπειρες: Εδώ και μερικές μέρες μού κάνει συνεχείς ακροβολισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροβολισμός — ἀκροβόλισις skirmishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολία — (I) και ακροβολιά, η σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βολή]. (II) ἀκροβολία, η (Α) [ἀκρόβολος] αψιμαχία, ακροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • ακροβόλισις — ἀκροβόλισις ( εως), η (Α) [ἀκροβολίζομαι] ο ακροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • σκαρμούτσο — το, Ν στήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»